Η δοκιμασία κοπώσεως είναι μια απλή, αναίμακτη εξέταση, που συμβάλλει στη διάγνωση και παρακολούθηση της στεφανιαίας νόσου. Τα δύο κύρια χαρακτηριστικά της δοκιμασίας κοπώσεως είναι η εκτέλεση ελεγχόμενης σωματικής άσκησης από τον εξεταζόμενο και η συνεχής ηλεκτροκαρδιογραφική παρακολούθηση αυτού κατά τη διάρκεια της εκτέλεσης της άσκησης καθώς και μετά από αυτήν. Η εξέταση συνιστάται εντόνως σε άτομα χωρίς συμπτώματα που όμως έχουν αυξημένο κίνδυνο να πάσχουν από στεφανιαία νόσο, λόγω ύπαρξης προδιαθεσικών παραγόντων, οι κυριότεροι εκ των οποίων είναι το κάπνισμα, η παχυσαρκία, η αύξηση της χοληστερίνης και των τριγλυκεριδίων, ο σακχαρώδης διαβήτης, το βεβαρημένο κληρονομικό ιστορικό, το έντονο άγχος και η υπέρταση.
Πως γίνεται;
Πιο συχνά χρησιμοποιούμενη μέθοδος ο κυλιόμενος τάπητας: είναι η ευρύτερα χρησιμοποιούμενη μέθοδος επειδή μιμείται μια φυσιολογική δραστηριότητα, δηλαδή το βάδισμα, οπότε μπορεί εύκολα να πραγματοποιηθεί από τον εξεταζόμενο. Ο κυλιόμενος τάπητας είναι ένας μηχανικά κινούμενος τάπητας. Ανάλογα με το πρωτόκολλο που χρησιμοποιείται, η κλίση και η ταχύτητα του κυλιόμενου τάπητα αυξάνονται σταδιακά κατά τη διάρκεια της δοκιμασίας κοπώσεως. Πριν από την εξέταση δεν πρέπει να πιείτε καφέ ή αλκοόλ. Δεν πρέπει να είστε “φαγωμένοι” και δεν πρέπει να καπνίσετε. Αφού ο εξεταζόμενος συνδεθεί με τα καλώδια, λαμβάνεται ένα ηλεκτροκαρδιογράφημα και μια μέτρηση της αρτηριακής πίεσης. Στη συνέχεια ο εξεταζόμενος ανεβαίνει στον κυλισμένο τάπητα για να αρχίσει την άσκηση. Στην αρχή η άσκηση είναι εύκολη και προοδευτικά γίνεται δυσκολότερη. Το πόσο θα αυξάνεται η δυσκολία της άσκησης καθορίζεται από το πρωτόκολλο που ακολουθείται. Τα πιο δημοφιλές απ' αυτά είναι το πρωτόκολλο του Bruce. Τα πρωτόκολλο αυτό αποτελείται από στάδια κατά τα οποία στο πρώτο στάδιο είναι σχετικά εύκολα, στο δεύτερο στάδιο λίγο πιο δύσκολα, κλπ. Το κάθε στάδιο διαρκεί 3 λεπτά. Σκοπός της δοκιμασίας κόπωσης είναι να επιτευχθεί από τον ασθενή, με βάση πίνακες που ισχύουν διεθνώς, η μέγιστη για την ηλικία και το φύλο καρδιακή συχνότητα (μέγιστη δοκιμασία κόπωσης). Όταν ο ασθενής φθάσει το 85% της προβλεπόμενης μέγιστης καρδιακής συχνότητας, η δοκιμασία ονομάζεται υπομέγιστη. Η δοκιμασία διακόπτεται αν ο ασθενής συμπληρώσει το πρωτόκολλο, παρουσιάσει στηθαγχικό πόνο, πτώση της αρτηριακής πίεσης, ζάλη ή σκοτοδίνη, πτώση ή ΗΚΓ αλλοιώσεις ενδεικτικές ισχαιμίας.
Η μαγνητική τομογραφία καρδιάς υπάγεται στις νεώτερες απεικονιστικές τεχνικές της καρδιάς και αποτελεί μέθoδoς εκλoγής για τη μελέτη της συσταλτικότητας (κλάσμα εξώθησης) της αριστερής και της δεξιάς κoιλίας, τωv κόλπωv, τωv συγγεvώv καρδιoπαθειώv, τη διάγvωση και αξιoλόγηση τωv καρδιακώv όγκωv, των παθήσεωv αoρτής - μεγάλωv αγγείωv, βαλβιδοπαθειών σε φυσικές και προσθετικές βαλβίδες (στένωση/ανεπάρκεια), μυοκαρδίτιδας, περικαρδίτιδας, ισχαιμίας-βιωσιμότητας μυοκαρδίου και την εναπόθεση σιδήρου στο μυοκάρδιο λόγω πολλαπλών μεταγγίσεων.
Η μαγνητική τομογραφία καρδιάς απoτελεί άριστη μέθoδo για τη μελέτη της αvατoμίας της καρδιάς και τωv μεγάλωv αγγείων. Είvαι ιδαvική για τηv παρακoλoύθηση ασθεvώv με ανεύρυσμα αορτής και αρτηρίτιδες. Επίσης οι καρδιακoί όγκoι και o τρόπoς πoυ συvδέovται με τις καρδιακές δoμές απεικovίζovται άριστα και δίνονται πληροφορίες για τη σύστασή τους. Ακόμη έχει θέση στην αvίχvευση μικρώv και εντοπισμένων περικαρδιακώv συλλoγώv πoυ δεv αvιχvεύovται με τηv υπερηχoκαρδιoγραφία.Είvαι μέθoδoς εκλoγής για τη μελέτη αιτίων διατατικής μυοκαρδιοπάθειας και την έκταση και κατανομή της υπερτρoφικής μυoκαρδιoπάθειας. Επίσης μπορεί να μελετήσει την εναπόθεση σιδήρου σε πολυμεταγγιζόμενους ασθενείς και να ανιχνεύσει πρώιμη μυοκαρδιακή βλάβη σε ασθενείς με μυοπάθεια. Καθοριστική επίσης είναι η συμβολή της μαγνητικής τομογραφίας καρδιάς στη μελέτη συγγεvών καρδιoπαθειών των παιδιών και των ενηλίκων.
Η μαγνητική τομογραφία καρδιάς μπορεί να δώσει πολύ σημαντικές πληροφορίες για τη στεφανιαία νόσο. Ειδικότερα, είναι χρήσιμη για τη μελέτη της έκφυσης και μορφολογίας στεφανιαίων αρτηριών, αιμάτωσης, κινητικότητας σε ηρεμία – κόπωση και βιωσιμότητας μυοκαρδίου. Η μέθοδος αποτελεί σήμερα την καλύτερη τεχνική για την αξιολόγηση βιωσιμότητας του μυοκαρδίου. Έχει επίσης εφαρμοστεί στη διάγνωση της μυοκαρδίτιδας και θεωρείται ιδανική μέθοδος με ευαισθησία και ειδικότητα που φτάνει το 95-100%. Η μυοκαρδίτιδα εμφανίζεται είτε με έντονη κλινική εικόνα, είτε με άτυπη μορφή. Ποσοστό > 50% των ατύπων μορφών θα οδηγηθεί σε καρδιακή ανεπάρκεια, αν μείνει αδιάγνωστο. Να ληφθεί υπόψιν ότι η απλή βιοψία μυοκαρδίου χάνει τη διάγνωση σε ποσοστό >50 % των περιπτώσεων. Επίσης μπορεί να ανιχνεύσει την μυοκαρδιακή συμμετοχή λόγω φλεγμονής στα ρευματολογικά νοσήματα.
Η μαγνητική τομογραφία μπορεί να χρησιμοποιηθεί επιτυχώς για τη μελέτη βαλβίδων φυσικών και προσθετικών. Όσον αφορά την ύπαρξη διαβαλβιδικής ή παραβαλβιδικής διαφυγής, η CMR είναι το ίδιο αξιόπιστη με τη διοισοφάγειο ηχοκαρδιογραφία.
Πως γίνεται;
Είναι αναίμακτη, ασφαλής, ανώδυνη, δεν χρησιμοποιεί ακτινοβολία και πλέον εφαρμόζεται ευρέως στη διερεύνηση των καρδιακών προβλημάτων. Στην εξέταση μπορούν να υποβληθούν όλοι οι ασθενείς με πιθανό καρδιολογικό πρόβλημα, εκτός αυτών που φέρουν βηματοδότη, απινιδωτή, ή έχουν κλειστοφοβία ή νεφρική ανεπάρκεια τελικού σταδίου. Ο ασθενής εισέρχεται στην κλίνη ενός μαγνητικού τομογράφου και λαμβάνονται εικόνες της καρδιάς και των αγγείων σε όλα τα επίπεδα πρίν και μετά τη λήψη ενδοφλέβιου σκιαγραφικού.